σαννάκιον

σαννάκιον
σαννάκιον [pron. full] [ᾰκ] or [full] σάννᾰκρον, τό, a kind of
A cup, Philem.87.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαννάκιον — και σάννακρον, τὸ, Α είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τσανάκι — το, Ν 1. πήλινο πιάτο, γαβάθα 2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;») 3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση 4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου» α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”